- σηκοῖς
- σηκόςpenmasc dat plσηκόωweighpres opt act 2nd sgσηκόωweighpres subj act 2nd sgσηκόωweighpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενστρέφω — ἐνστρέφω (Α) [στρέφω] 1. περιστρέφω, κινώ («ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.) 2. ζω σ έναν τόπο («σηκοῑς δ ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.) … Dictionary of Greek